- εξακουστέον
- βλ. εξακούω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξακουστέον — one must understand masc acc sg ἐξακουστέον one must understand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξακούω — ἐξακούω (AM) [ακούω] μέσ. ἐξακούομαι γίνομαι ξακουστός μσν. εξακούω εισακούω, ακούω με ευμένεια αρχ. 1. ακούω από απόσταση («σοῡ τάδ ἐξήκουσ ὕπο», Σοφ.) 2. μαθαίνω, ακούω από άλλους («λόγῳ μὲν ἐξήκουσ , ὄπωπα δ οὐ μάλα» έχω ακουστά αλλά δεν έχω… … Dictionary of Greek